Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

The Winner Takes It All


Και  στο τέλος τι μένει;

Όταν τελειώσει το παιχνίδι;
Όταν σταματήσει ο χορός;
Όταν το πρώτο πρωινό φως ραγίσει τη νύχτα;
Όταν φτάσουμε στο φωτεινό τέλος του τούνελ;
Όταν το φθινόπωρο σκοτώσει το καλοκαίρι;
Όταν το τραγούδι τελειώσει για πάντα;

Τότε κάποιος πρέπει να νικήσει.
Και για να νικήσει ο ένας από εμάς, ο άλλος θα πρέπει να χάσει.
Ο ένας θα βγει ζωντανός και ο άλλος θα κρεμάσει το κεφάλι.
Θα πέσει.
Γιατί ΠΡΕΠΕΙ να πέσει.
Ο χαμένος πάντα πρέπει να πέσει.
Γιατί ο χαμένος είναι εξίσου ζωντανός με έναν νεκρό.

Πες μου λοιπόν.
Ποιος νίκησε;
Ποιος έχασε;

Ένα έχει σημασία.

Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΟΛΑ.


Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Παρ - Ψευδ - Αισθήσεις


  
Έχει κάτι περίεργο τούτη η νύχτα…
 Κάτι ακόμα και μυστικιστικό θα μπορούσες να πεις. Πρώτο ξημέρωμα καλοκαιριού.
Νιώθω όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος να ενεργοποιούνται ψηλά στον ουρανό και κάτι μου λέει πως εάν δεν ήταν το νέφος της Αθήνας να μολύνει το αγνό μαύρο της νύχτας με μια ασθενική πορτοκαλί ομίχλη σαν τη στερνή ανάσα ενός ετοιμοθάνατου θα μπορούσα κιόλας να τις δω. Αντί γι’ αυτό, μόνο τα αχνά φώτα της πόλης τρεμοπαίζουν σαν ένα ακίνητο σμήνος από αμέτρητες πυγολαμπίδες. Στη νύχτα, τα φώτα του κέντρου μοιάζουν τόσο κοντά, παρόλο που στο φως της ημέρας απέχουν 10 στάσεις του μετρό…

Κατάρα, το δωμάτιο φαίνεται τόσο μικρό. Σαν φυλακή με πολλές φθαρμένες αφίσες και ελευθερία εισόδου-εξόδου. Όμως δεν θέλω να βγω γιατί πίσω από την πόρτα περιμένει ένα σπίτι κρύο, νεκρό, πιο σκοτεινό και από την ίδια τη νύχτα. Εδώ μέσα τουλάχιστον έχω το κερί που καίει να μου κρατάει συντροφιά και να ποτίζει τον χώρο με μια απροσδιόριστη μυρωδιά που όμως με κάνει να ξεφεύγω. Τα έπιπλα είναι τόσο παλιά και οι τοίχοι είμαι σίγουρος πως έχουν να πουν ο καθένας από μια ντουζίνα ιστορίες. Κάποιες θα σε τρομάξουν, κάποιες θα σε κάνουν χώμα και κάποιες θα σε αφήσουν αδιάφορο. Όλες όμως θα ντύνονται μουσικά από το τρίξιμο του σαπισμένου κρεβατιού, άλλο ηδονής και άλλο ανήσυχου ύπνου με εφιάλτες.

Το ασπρόμαυρο χαλί ορίζει το σκηνικό: Ένας μουντός, στενός, άδειος δρόμος μέσα στη νύχτα. Τα χρώματα αντικατεστημένα από τόνους του μαύρου, λευκού και γκρίζου που ξεχωρίζουν χάρη σε μια ξεχαρβαλωμένη λάμπα που δίνει την τελευταία της παράσταση προτού να καεί και να σβήσει για πάντα. Στη μέση του δρόμου, εγώ. Πρωταγωνιστής παλιάς ταινίας στη μέση ενός άδειου δρόμου δίχως τέλος. Ίσως και δίχως αρχή, πού να ξέρω; Ούτως η άλλως δεν επιδίωξα να βρεθώ εδώ. Το μόνο που ξέρω είναι πως θα μείνω μέχρι η λάμπα να πεθάνει.

Μα τι στο διάβολο είναι αυτό το βουητό; Αισθάνομαι σαν να στροβιλίζεται γύρω μου ένα σμήνος διψασμένα κουνούπια, όχι αυτά που ρουφούν αίμα αλλά εκείνα που τρέφονται από κάθε ίχνος συναισθήματος που έχεις μέσα σου. Και αφού σε στραγγίξουν από αυτά, προχωρούν στην ψυχική σου υγεία. Μέχρι που αφού τελειώσουν μαζί σου νομίζεις πως τα φώτα του αυτοκινήτου που πλησιάζει είναι τα μάτια του αγγέλου που έψαχνες τόσο καιρό και ρίχνεσαι εμπρός του με ένα γαλήνιο χαμόγελο στα χείλη. Όμως όχι απόψε. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Γιατί η λάμπα ακόμα καίει. Τα κουνούπια φεύγουν…

Έπειτα το τετράδιο. Το τετράδιο που βρίσκω να κείτεται σαν παρατημένο κουφάρι στην άκρη του δρόμου. Το σηκώνω και το ανοίγω. Άδειο… Λευκές σελίδες που περιμένουν να τις γεμίσει κάποιος ή κάτι με γράμματα, σχέδια, ιστορίες ή ζωγραφιές. Μπορώ να αφήσω ένα μήνυμα για τον επόμενο που θα βρεθεί ξαφνικά και άθελά του στον ίδιο ασπρόμαυρο δρόμο σαν τα βιβλία εντυπώσεων που έχουν στα ξενοδοχεία. Βέβαια, δεν νομίζω πως έχω και πολλά να πω σε κάποιον που θα κάνει απροειδοποίητο check-in στο ξενοδοχείο της παράνοιας και θα κλείσει για σουίτα την θέση του πεζοδρομίου κάτω από την λάμπα όπου τώρα βρίσκομαι εγώ καθισμένος. Εξάλλου δεν έχω στυλό και ο μόνος τρόπος να γεμίσω τις σελίδες είναι με το αίμα μου. Όχι απόψε. Ή τουλάχιστον όχι ακόμα. Γιατί η λάμπα ακόμα δεν πέθανε. Το τετράδιο εξαφανίζεται…

Και τέλος η μορφή. Μια σιλουέτα που εμφανίζεται δίχως να κάνει τον παραμικρό θόρυβο στο σημείο του δρόμου όπου το φως της λάμπας εξασθενεί και καταπίνεται από το σκοτάδι. Δεν μπορώ να διακρίνω το πρόσωπο. Στέκεται εκεί και με κοιτάει σαν να περιμένει κάτι από εμένα, μα όσο και αν φωνάζω δεν μου απαντά. Θα έδινα τα πάντα για να ακούσω την φωνή της ύπαρξης που ακόμα και αν δεν φαίνεται, γνωρίζω πως με καρφώνει με τα μάτια της και βλέπει κατευθείαν μέσα μου. Νιώθω κάτι υγρό στο μάγουλό μου και συνειδητοποιώ πως έχω δακρύσει χωρίς προφανή λόγο. Τότε η λάμπα αρχίζει να τραγουδάει έναν συριχτό σκοπό και το καταλαβαίνω. Προτού πεθάνει, καταφέρνει μια τελευταία δυνατή αναλαμπή που για ένα δευτερόλεπτο αποκαλύπτει τη μορφή μπροστά μου προτού όλα βυθιστούν στο έρεβος. Χαμογελάω. Και χαμογελώντας, προχωρώ προς αυτόν…

Το κερί στο δωμάτιό μου αρχίζει να τελειώνει και θέλω να υπάρξει ξανά σύμμαχός μου σε κάποια επικείμενη νύχτα σαν κι αυτή, οπότε θα το σβήσω. Εξάλλου οι τοίχοι αρχίζουν να συγκλίνουν απειλητικά προς το μέρος μου και νομίζω πως πρέπει να κοιμηθώ προτού με φτάσουν…

Καληνύχτα.