Είμαστε λάθος, μωρό μου.
Γιατί εσύ είσαι η θάλασσα κι εγώ
είμαι ο αέρας και, όπως σου είχα πει μια νύχτα, όταν η θάλασσα και ο αέρας
ερωτευτούν γεννάνε κύματα και τρικυμίες.
Γιατί όταν εγώ είμαι εδώ εσύ
είσαι εκεί και όταν εσύ είσαι εδώ εγώ είμαι εκεί, μα το "εδώ" και το
"εκεί" δε θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο μέρος.
Αυτό το κείμενο δεν σου αξίζει. Με
κατέστρεψες με πολύ περισσότερους τρόπους απ' ότι μπορείς να φανταστείς. Με
έσπασες σε αμέτρητα κομμάτια και, μάντεψε, παραμένω σπασμένος και, απ' ότι
φαίνεται, ηλίθιος.
Κι όμως, η φωνή σου αντηχεί ακόμα
στο μίζερο δωμάτιό μου. Η μουσική που παίζαμε κείτεται νεκρή στο κρύο πάτωμα
δίνοντάς ψυχή σε κάθε τρίξιμο του ξύλου και η κιθάρα μου ακόμα προσπαθεί μάταια
να συγχρονιστεί με το πιάνο σου. Το κρεβάτι μου θυμάται τη μυρωδιά σου όσες
φορές και αν έχω προσπαθήσει να διώξω το φάντασμά σου από τα σεντόνια με το
πεζό, άψυχο άρωμα του απορρυπαντικού που υπόσχεται μυρωδιές ανθών αλλά δε
φτάνει ποτέ τη δική σου. Ακόμα και οι ξεβαμμένοι τοίχοι δεν μπορούν να
συνηθίσουν στην απουσία της ανάσας σου επάνω τους και πλέον μόνο σαπίζουν από
τον καπνό που βγαίνει από τη δική μου. Εντελώς ειρωνικά, όπως μου αρμόζει, η απουσία σου σε έχει κάνει μόνιμη κάτοικο του
δικού μου προσωπικού χώρου. Είσαι
παντού.
Υπήρχαν μέρες που τα μάτια σου
ήταν ο γαλαξίας μου. Μέσα σε αυτά υπήρχαν αμέτρητοι κόσμοι, εκατομμύρια αστέρια
σαν φάροι στον ουρανό σου που με οδηγούσαν σε μέρη και ταξίδια που όμως δεν
έγιναν ποτέ. Γιατί, μωρό μου, ο χρόνος μας ήταν πολύ λίγος για να
πραγματοποιήσει τόσα λόγια που ξεχύθηκαν σαν χείμαρροι υποσχέσεων και
ναυαγισμένων συναισθημάτων. Τώρα τα μάτια σου είναι θολά, κλεισμένα προσεκτικά
σε ένα κουτάκι σε κάποιο σκοτεινό και σκονισμένο αδιέξοδο του μυαλού μου που δε
θέλω να επισκεφθώ κι όμως κάθε δρόμος οδηγεί σαδιστικά μπροστά του.
Το κομμάτι σου μέσα μου
ουρλιάζει, καίει σαν ανεξέλεγκτη φωτιά και με ξεσκίζει προκειμένου να
ξαναενωθεί με το δικό μου κομμάτι μέσα σου. Ξέρω πως εσύ έχεις σκοτώσει βίαια το
δικό μου προκειμένου να μη βρεθείς ποτέ σε αυτή τη θέση, εάν και εφόσον του
επέτρεψες ποτέ να ζήσει. Ξέρω πως το "εμείς" είναι πια νεκρό, όμως τα
ονόματά μας θα είναι για πάντα χαραγμένα σε ένα ξύλινο προσκέφαλο ενός
κρεβατιού στο αγαπημένο μας ξενοδοχείο της δικής μας πόλης όπου όταν τα βλέπουν
ερωτευμένα ζευγάρια σαν τους παρελθοντικούς μας εαυτούς είτε θα μας
κοροϊδεύουν, είτε θα σκηνοθετούν στο μυαλό τους τη δική μας ιστορία δίχως να
γνωρίζουν το πραγματικό της τέλος. Καλύτερα έτσι.
Θα ήθελα να είμαι ο αέρας που
περνά από το παράθυρό σου όταν βρίσκεσαι στο κρεβάτι με τον νέο
"εγώ". Θα ήθελα να ακούσω τα λόγια που σου ψιθυρίζει στο σκοτάδι και
σε κάνουν να του χαρίζεις το χαμόγελό σου, γνωρίζοντας κατά βάθος πως τα λόγια
αυτά μου ανήκουν. Θα ήθελα να περάσω για άλλη μια φορά από τη θάλασσά σου,
γεννώντας ξανά τα κύματα που εγώ δεν μπόρεσα να νικήσω και εάν εκείνος τα
νικήσει, να χαθώ για πάντα στην άπνοια.
Κυρίως όμως, θα ήθελα να περάσω
από το πρόσωπό σου και να φορέσω για μια τελευταία φορά τα δαχτυλίδια των
μαλλιών σου.
Σ' αγαπώ.
Κι ας μην σου αξίζει.