Είναι από αυτά τα περίεργα απογεύματα που ανυπομονείς να
τελειώσουν.
Που κάθε πέντε λεπτά κοιτάζω το ρολόι νομίζοντας πως έχει περάσει μια αιωνιότητα. Και ανάμεσα στα πεντάλεπτα νιώθω πως μεγαλώνω όλο και περισσότερο.
Που κάθε πέντε λεπτά κοιτάζω το ρολόι νομίζοντας πως έχει περάσει μια αιωνιότητα. Και ανάμεσα στα πεντάλεπτα νιώθω πως μεγαλώνω όλο και περισσότερο.
Αυτή τη στιγμή θα ήθελα να βρίσκομαι στην Αθήνα. Καθισμένος
σε κάποιο παγκάκι της πλατείας Συντάγματος να καπνίζω και να παρακολουθώ τον
κόσμο να ζει. Τα ερωτευμένα ζευγαράκια, τις παρέες, τους ανθρώπους που μηχανικά
κινούνται από και προς τις δουλείες τους… Ακόμα και τα αδέσποτα που κάθε τόσο
κερδίζουν ένα χάδι από κάποιον περαστικό ή λίγο κουλούρι από τους πλανόδιους
έξω από το μετρό. Για κάποιο λόγο νιώθω έναν συσχετισμό με τα αδέσποτα ζώα, ακόμα και αν αυτό ακούγεται ίσως αφιλότιμο προς πραγματικά στερημένους ανθρώπους. Απλώς κάθε φορά που κάποιο από αυτά τα πλασματάκια με κοιτάζει στα μάτια νιώθω ένα μέρος μου να το καταλαβαίνει απόλυτα. Και να πεθαίνει. Ίσως απλά να είμαι πολύ φιλόζωος. Σίγουρα πάντως είμαι περισσότερο αυτό παρά φιλάνθρωπος.
Θα ήθελα να ανεβοκατεβαίνω άσκοπα την Ερμού και να χάνω τον
εαυτό μου στα εντυπωσιακά φώτα των μαγαζιών που αποπλανούν τα ρεύματα του
κόσμου υποσχόμενα ζέστη και όμορφα πράγματα που κανείς δεν χρειάζεται. Αυτά τα φώτα πάντα μου προκαλούν μια ανεξήγητη αίσθηση χαράς και μελαγχολίας ταυτόχρονα όταν τα βλέπω αναμμένα αφού έχει πέσει ο ήλιος. Ίσως αυτός να είναι και ο σκοπός τους. Δεν με νοιάζει ιδιαίτερα. Θα
έμπαινα κι εγώ για να παρακολουθήσω τους ανθρώπους να χαμογελούν λες και αυτό
που μόλις αγόρασαν είναι η ίδια η ευτυχία μαζεμένη και συμπυκνωμένη σε υλική
υπόσταση.
Έπειτα θα κατέβαινα στο Μοναστηράκι και θα ακολουθούσα τα
στενάκια της Πλάκας. Άλλα εμπορικά, γεμάτα κόσμο που προσπαθεί να διαλέξει
καφετέρια για να σκοτώσει τις επόμενες δύο ώρες της ζωής του ξεχνώντας αυτό που
τον απασχολεί και θα συνεχίσει να ξεσκίζει το μυαλό του το δευτερόλεπτο που θα
βρεθεί μόνος του στο μετρό της επιστροφής για να γυρίσει «σπίτι». Άλλα άδεια,
τόσο άδεια που θα φοβόμουν να κυκλοφορήσω μόνος. Κλειστοί αρχαιολογικοί χώροι
γύρω γύρω αποτελούν την κατοικία ταλαιπωρημένων πέτρινων κτισμάτων που αν
κάνεις πολύ ησυχία μπορείς να τα ακούσεις να σου τραγουδούν ψιθυριστά για
εποχές περασμένες και νεκρές.
Ίσως μια τέτοια βόλτα θα με βοηθούσε να ξεχαστώ. Να χαθώ για
λίγο σε στενά του μυαλού μου που δεν περιπολούνται από φρικιαστικά τέρατα που
περιμένουν ανυπόμονα να ξαναπαίξουμε κυνηγητό. Ξέρω όμως πως μόλις θα κατέβαινα
της κυλιόμενες για να γυρίσω «σπίτι» θα ξαναεμφανίζονταν και αυτό μου φαίνεται
χειρότερο από το να τα έχω πάντα εκεί. Γιατί όταν καταφέρνω να ξεχαστώ και να
νιώσω ασφαλής, η πραγματικότητα με ξεσκίζει πολύ περισσότερο όταν την αντικρίζω
και πάλι.
Οπότε θα μείνω μέσα. Θα μείνω σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο
καπνίζοντας και παρατηρώντας τον καπνό προσποιούμενος ότι είναι οι περαστικοί
του Συντάγματος. Και θα γράψω αυτό το κείμενο με ανάμικτα συναισθήματα μιας και
ενώ δεν το είχα καταλάβει, πριν 21 μέρες το blog αυτό έκλεισε έναν χρόνο ζωής.
Χρόνια μας πολλά.