Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

There is a Hell, Believe me I've Seen It



Κοιτάζω επίμονα στον καθρέφτη.
Λες και υπάρχει περίπτωση να αλλάξει κάτι σε αυτό που βλέπω.
Ή μήπως υπάρχει;
Οι καιροί άλλαξαν και άλλαξα κι εγώ μαζί. Το πέρασμα του χρόνου με ξέσκισε σαν ένα νεαρό δέντρο με υποανάπτυκτο  κορμό που δεν άντεξε να σταθεί κόντρα στον πεινασμένο άνεμο και έσπασε στα δύο.

Είμαι 19. Γαμώτο μου, είμαι 19. Γιατί όμως αυτή τη στιγμή νιώθω 100;

Μια από αυτές τις μέρες. Οι μέρες που εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα κάτι σπάει μέσα σου σαν ένα ουρλιαχτό που σκίζει την ησυχία της νύχτας και σκέφτεσαι πως δεν έπρεπε ποτέ να σηκωθείς από το κρεβάτι. Ο δαίμονας που έχει κουλουριαστεί στην πιο ζεστή γωνιά του μυαλού μου αποφάσισε να ξυπνήσει για να τραφεί από τα καλύτερα κομμάτια του εαυτού μου. Και αυτός ο δαίμονας χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο από έναν εξορκιστή για να φύγει. Όσο τον τρέφω άθελά μου, τόσο αυτός θα απολαμβάνει την κατοικία του και θα διεκδικεί την πνευματική μου υγεία. Και στη μάχη αυτή ξέρω πολύ καλά ποιος θα κερδίσει.

Σπασμένα γυαλιά. Ρολόγια με σταματημένους τους δείκτες. Εικόνες τρέλας και παράνοιας κατακλύζουν το κεφάλι μου και το μόνο που θέλω είναι να κοιμηθώ. Δεν ξέρω όμως αν τα όνειρά μου θα με ταξιδέψουν σε κάποιο μαγικό κόσμο με ασημένια ποτάμια ή σε μια κόλαση όπου όλα τα φαντάσματά μου θα με περιμένουν με ανοιχτή αγκαλιά και ξυράφια στα χέρια, έτοιμα να με τιμωρήσουν. Η κόλαση είναι αστείο πράγμα. Δεν είναι ένα μέρος. Είναι ιδιαίτερη για τον καθένα, με ξεχωριστό χρώμα, ξεχωριστό αέρα και ξεχωριστούς διαβόλους. Δημιουργούμε την δική μας κόλαση και μπαίνουμε σε αυτή χωρίς καμία προειδοποίηση. Μας καλεί σαν σειρήνα που μαγεύει με το μακάβριο τραγούδι της κι εμείς υπνωτισμένοι ακολουθούμε το κάλεσμα. Μέχρι που ο κόσμος γύρω αρχίζει να ξεφτίζει, η πραγματικότητα καταρρέει και η υλική υπόσταση παύει να υφίσταται. Και η έξοδος διπλοκλειδώνεται.

Το πιο σημαντικό είναι πως η Κόλαση βρίσκεται μέσα μας.
Σαν μια εναλλακτική εκδοχή του εαυτού μας.

Αυτή που μας κοιτάζει επίμονα από την άλλη πλευρά του καθρέφτη.





Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Ο Δρόμος στο Σκοτάδι



Περπατάω χαμένος.
Ο Δρόμος στο Σκοτάδι.

Είναι νύχτα και εγώ ακολουθώ τις λάμπες του δρόμου που στέκουν μόνες τους (τόσο κοντά μα τόσο μακριά η μία από την άλλη, καταραμένες με ακινησία σαν δύο εραστές που δεν μπορούν ποτέ να σμίξουν) όπως οι νυχτοπεταλούδες υπνωτίζονται από το φως και το ακολουθούν μέχρι να καούν. Ένας Θάνατος που αξίζει τα πάντα. Ένας Θάνατος στο φως είναι προτιμότερος από μία Ζωή στο σκοτάδι, δεν νομίζεις;

Τα πόδια μου προχωρούν μηχανικά – το μυαλό μου είτε ταξιδεύει σε κόσμους δικούς μου, μυστικούς είτε έχει κατεβάσει μαύρα πέπλα για να ναρκωθεί και να σωπάσει το Χάος. Ο Δρόμος στο Σκοτάδι φαίνεται να μην τελειώνει ποτέ, μια απέραντη μαύρη ευθεία που οδηγεί στο απόλυτο τίποτα. Ίσως και να οδηγεί σε Εσένα. Δεν θυμάμαι πλέον αν ξεκίνησα να πηγαίνω κάπου και έχασα τον δρόμο μου ή αν αυτός εδώ ήταν από την αρχή ο δικός μου δρόμος. Λες και έχει σημασία…

Δεν ξέρω τι με σπρώχνει όλο και περισσότερο προς την παράνοια, η υπερβολικά αφύσικη ησυχία στον δρόμο μιας πόλης ή οι φωνές που νομίζω πως ακούω. Τα πάντα με καλούν. Τα δέντρα, τα στενάκια, οι σκόρπιες αδέσποτες γάτες και τα αερικά με προσκαλούν να πάω κοντά τους και να παίξω τον ρόλο μου στο παρανοϊκό θεατρικό που έχουν στήσει μέσα στη νύχτα σαν μεταμεσονύκτιος θίασος. Τα πάντα είναι ζωντανά τη νύχτα, αρκεί να μπορέσεις να τα ακούσεις. Και εάν τα ακούσεις, πρέπει να προσέξεις. Εάν δεν τα ακούσεις, τότε το μόνο που σπάει την εκκωφαντική ησυχία είναι ο ήχος των βημάτων σου που συνεχίζουν ασταμάτητα. Ακόμα και αυτός όμως ο μονότονος, κρουστός ήχος είναι αρκετός για να με τρελάνει.

Σταματάω. Ανάβω τσιγάρο. Ρουφάω καπνό, φυσάω καπνό και τίποτα δεν αλλάζει. Περιμένω στο σκοτάδι. Ο καπνός μου σχηματίζει εικόνες και διηγείται ιστορίες για νεκρές αγάπες και χαμένους εραστές. Τις παρακολουθώ προσεκτικά καθώς ξεθωριάζουν στον αέρα μπροστά στα μάτια μου και νιώθω την κάθε μια από αυτές μέσα μου. Ένας χείμαρρος συναισθημάτων ξεχειλίζει και σπάει το φράγμα της λογικής μου, προτού μετατραπεί σε έναν καταρράκτη που τσακίζει οτιδήποτε τολμήσει να βρεθεί από κάτω. Τότε η καύτρα μου καίει τα δάχτυλα και με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Το τσιγάρο σβήνει. Συνεχίζω να περπατώ.

Περίμενα και απόψε.

Ίσως ο Δρόμος στο Σκοτάδι να υπάρχει μόνο στο μυαλό μου. Να μην είναι αληθινός. Εγώ όμως συνεχίζω να τον περπατώ και κάθε φορά στέκομαι και περιμένω.

Περιμένω Εσένα.

Γιατι ξέρω πως κι Εσύ, όποιος και αν είσαι, όπου και αν είσαι, περπατάς κι Εσύ τον δικό σου Δρόμο στο Σκοτάδι. Κι Εσύ σταματάς και περιμένεις. Γιατί ξέρεις πως δεν είσαι ο μόνος.

Και ίσως, απλά ίσως, κάποια νύχτα οι Δρόμοι μας να ενωθούν και να σε βρω να περιμένεις.
Ή Εσύ να βρεις εμένα και να μοιραστούμε μαζί ένα τσιγάρο.
Δεν ξέρω ποιος είσαι. Δεν ξέρω καν αν είσαι άντρας ή γυναίκα. Μπορεί να μην σε δω ποτέ ή να μην μεθύσουμε ποτέ μαζί.
Αλλά αυτή τη στιγμή, σ' αγαπώ.