Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

All Alright


Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά.
Τουλάχιστον όχι μέσα μου.
Κάποτε ήθελα να αλλάξω τα πάντα. Και θα το έκανα.

Ο δρόμος ήταν μουντός και σκοτεινός, όμως εγώ θα τον έβαφα. Διάολε, ακόμα και αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω το αίμα μου για χρώμα, εγώ θα τον έβαφα.
Θα έσπαγα το σκοτάδι που με τρομοκρατούσε και έσφιγγε σαν παγωμένο χέρι την καρδιά μου. Θα απελευθερωνόμουν από τη λαβή του ακόμα και αν χρειαζόταν να ανάψω φωτιά στο κορμί μου και να γίνω εγώ το φως.
Θα μεταμόρφωνα τις νυχτερίδες που πετούσαν σπασμωδικά γύρω από εκείνη τη σκονισμένη λάμπα του δρόμου σε πολύχρωμες πεταλούδες.
 Θα έδινα πνοή από την πνοή μου στα μαραμένα λουλούδια στην άκρη του πεζοδρομίου για να ξαναποκτήσουν  το ζωηρό τους χρώμα.
Θα άλλαζα τις στάχτες του τσιγάρου μου με χρυσή σκόνη που θα μου δώριζε κάποια ευγενική νεράιδα επειδή με λυπόταν.
Θα έκανα τους Δαίμονες που με περίμεναν ανυπόμονα να τους δοθώ να τυλιχθούν μέσα στα ξεσκισμένα τους φτερά και να βγουν από μέσα φωτεινοί άγγελοι.
Θα άγιαζα τις κατάρες που με βάραιναν, σαν πέτρες στις τσέπες μου ενώ βυθιζόμουν σε θάλασσες δίχως ζωή, και θα γίνονταν ευλογίες.
Θα έδιωχνα τα γνώριμα Φαντάσματα που με ακολουθούσαν σαν μόνιμη παρηγοριά σε κάθε μου στιγμή για να δώσω τη θέση τους στα καινούργια.
Κάποτε ήθελα να αλλάξω τα πάντα. Και θα το έκανα.
Μπορεί να μου πήρε πολύ καιρό.
Όμως είναι πολύ ωραίο να μπορείς να λες πως είσαι καλά.
Και, ξέρεις κάτι…;
Είμαι καλά.
Είναι όλα καλά.

*Τελευταίες γραπτές σκέψεις-απολογισμός  για το 2011. Καλή Πρωτοχρονιά και Καλή Χρονιά*

 

 

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Σιωπή


Κοιταζόμαστε με βλέμμα κενό.
Αναρωτιέμαι τι βλέπεις όταν με κοιτάς.
 Πάω στοίχημα πως κι εσύ αναρωτιέσαι τι βλέπω εγώ.
Οι λέξεις έχουν στερέψει καιρό τώρα, όλες καταναλώθηκαν και πέταξαν μακριά. Κάποτε πετούσαν σαν πολύχρωμες πεταλούδες στα λουλούδια που ανταλλάσαμε, πλέον όμως ανοίγουν μαύρα φτερά σαν κοράκια και τρέφονται με το κουφάρι των συναισθημάτων μας.
Οι αισθήσεις έχουν όλες μουδιάσει. Η όραση έχει χαθεί πίσω από δάκρυα που στολίζουν τις βλεφαρίδες σαν μπάλες σε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η αφή έχει νεκρώσει μετά από όλες τις φορές που αγγίξαμε ο ένας το φλεγόμενο κορμί του άλλου και καήκαμε προκειμένου να αναγεννηθούμε από τις στάχτες. Η ακοή εξαντλήθηκε από όρκους και ποιητικές εξομολογήσεις που βούτηξαν σε θάλασσα δίχως πάτο και αφέθηκαν να βυθίζονται αιώνια. Η γεύση αλλοιώθηκε από τα αμέτρητα τσιγάρα αφού εξερεύνησε κάθε πτυχή των κορμιών μας και δεν άφησε τίποτα καινούργιο. Και η όσφρηση συνήθισε τόσο πολύ στο άρωμά μας που μας εγκατέλειψε για να ταξιδέψει στις νέες μυρωδιές του επόμενου έρωτα.
Η σιωπή δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα. Κάποιες φορές είναι προτιμότερο να παραμένουμε σιωπηλοί παρά να προσπαθούμε μάταια να γεμίσουμε την απόσταση μεταξύ μας με άσκοπα λόγια. Η σιωπή όμως που δεν υποφέρεται είναι εκείνη που μέσα της κρύβει όλα όσα θέλουμε να ξεχάσουμε.

Υποσχέσεις αστείρευτης αγάπης που δεν κρατήθηκαν ποτέ από καμία μεριά. Ψέματα που σαν ξυράφια πλήγωσαν την σάρκα του «εμείς»  και απομάκρυναν οριστικά το «εγώ» από το «εσύ». Παγωμένα  φιλιά, αδιάφορα αγγίγματα και δίχως συναίσθημα γαμήσια που έφθειραν τα αγγελικά φτερά που φορούσαμε και μας έριξαν σταδιακά στην προσωπική μας κόλαση.

Και τώρα η φλόγα του κεριού μας έχει σβήσει, αφού ο άνεμος του χρόνου την έκλεψε και την διεκδίκησε ξεδιάντροπα και βίαια. Η αυλαία πέφτει δίχως χειροκρότημα και ένας ένας οι θεατές αποχωρούν σιωπηλά με σκυφτό το κεφάλι, όπως τα «σ’ αγαπώ» που έχασαν τον δρόμο τους και έγιναν φαντάσματα που θα μας στοιχειώνουν για πάντα τα όνειρα και τις αναμνήσεις.
Και τώρα τα φώτα σβήνουν.
Με κοιτάζεις.
Σε κοιτάζω.
Σκοτάδι…


Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Μέθη


Αυτή τη νύχτα, αυτή τη στιγμή, θέλω να μεθύσω. Να πιω εξωφρενικές ποσότητες μέχρι που το αίμα μου να αντικατασταθεί πλήρως από τεκίλα. Το κάψιμο δεν θα είναι παρά μόνο μια γλυκιά ζεστασιά, το μοναδικό άγγιγμα παρηγοριάς στην τρελή μου μοναξιά. Απόψε θέλω να γίνω χώμα. Κι έχω λόγους.

Θέλω να σταματήσω να είμαι εγώ. Θέλω να πάψω να σκέφτομαι, να μην έχω πλέον σωματικά την δυνατότητα να σκεφτώ τα λάθη που έκανα και όλα αυτά που πρόκειται να κάνω είτε στα επόμενα πέντε λεπτά είτε στα χρόνια που θα έρθουν και τα φοβάμαι. Θέλω να πω στην περηφάνια μου να πάει να γαμηθεί και να παραδεχτώ τα πάντα, όσα έκανα και θέλω να πάρω πίσω. Θέλω επιτέλους να καθαρίσει το αίμα από τα χέρια μου και να φύγουν όλες οι αποδείξεις των πράξεών μου. Θέλω να μετανιώσω για μια φορά στη ζωή μου χωρίς να ντραπώ γι’ αυτό.

Θέλω να πάρω μαλακισμένες αποφάσεις τις στιγμής. Δίχως ηθική, δίχως φόβο, δίχως καμία ιδιαίτερη σκέψη. Και συνήθως αυτές είναι και οι πιο σωστές αποφάσεις που εγώ μπορώ να πάρω, η σκέψη είναι που μου στέκεται εμπόδιο. Θέλω να πάρω τηλέφωνο πολύ συγκεκριμένα άτομα και να τους τρίψω επιτέλους στη μούρη την ευθύνη τους για τις πληγές που μου άφησαν στο πέρασμά τους από την ζωή μου, σαν πελάτες που έχυσαν στα σεντόνια ενός μπουρδέλου και άφησαν άλλον να καθαρίσει.  Θέλω να μάθουν όλοι ότι έβαλαν ο καθένας το λιθαράκι του, καλό ή κακό, προκειμένου να χτιστεί το «εγώ» μου. Και θέλω να ακούνε τη φωνή μου να τους το λέει. Θέλω να πάρω την απόφαση αυτή και να μην την μετανιώσω.
Θέλω να πω σε μια τυχαία γυναίκα στο μετρό ότι είναι πανέμορφη και να μην παρεξηγηθώ. Θέλω να σταματήσω να είμαι μίζερος για λίγο και να κάνω τον κόσμο να νιώσει καλά ακόμα και αν δεν του αξίζει. Θέλω να πιάσω κουβέντα με κάποιον σε μια στάση  και να μπορέσω να του εκμυστηρευτώ κάθε μου πρόβλημα χωρίς να τρομάξει και να φύγει. Ξέρεις, είναι πολύ πιο εύκολο να ανοίξεις την καρδιά σου και τα εσώψυχά σου σε έναν παντελώς άγνωστο γιατί ακόμα και αν τρομάξει με τα σκοτάδια που θα ξεδιπλωθούν, ξέρεις πως δεν θα τον ξαναδείς ποτέ ώστε να χρειαστεί να τον αντιμετωπίσεις. Και… θέλω να πω σε μια συγκεκριμένη Κάποια να μην κλάψει ποτέ γιατί λατρεύω τα μάτια της χωρίς να φανώ τρελός.
Θέλω να πω στους φίλους μου πόσο μου λείπουν. Είμαστε «άντρες» εμείς και δεν τα κάνουμε αυτά. Γι’ αυτό λοιπόν θέλω να μεθύσω και να πω κλαίγοντας σε όλους αυτούς ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ τα χρόνια που ο δρόμος μας ήταν ένας, προτού καταστραφεί και αυτό. Τα γέλια τους θα μείνουν όλα για πάντα μέσα μου σαν ιερά φυλαχτά και τα στέκια μας θα τα επισκέπτομαι σαν ναούς που χτίσαμε όλοι μαζί με τα παιδικά μας όνειρα. Και θέλω να πω στον βασιλιά, ότι τον αγαπώ.
Θέλω να μην μπορώ να στηριχτώ στα πόδια μου. Θέλω να μην βλέπω μπροστά μου. Θέλω να παραδοθώ στην πρώτη τυχαία ηδονή που θα μου προσφερθεί και να μην νιώσω τίποτα. Θέλω να μην νιώθω τίποτα με την αφή μου και να μη μυρίζω τίποτα με την όσφρηση, μονάχα το κρύο θέλω να μπορώ να μυρίζω και τίποτε άλλο. Θέλω η μόνη μου γεύση να είναι η τεκίλα και ο καπνός. Θέλω να παίξω μεθυσμένη μουσική. Να μην έχω ιδέα τι στα σκατά παίζω στην κιθάρα και να τραγουδάω φάλτσα χωρίς να προσπαθώ να χαϊδέψω τα αυτιά κανενός, απλώς να ξερνάω το κάθε συναίσθημα από μέσα μου προκειμένου να μην με πνίξει ο ίδιος μου ο εαυτός. Θέλω να γράψω ακατανόητα κείμενα και στίχους τραγουδιών που δεν θα τραγουδηθούν ποτέ, ποιήματα ενός απελπιστικά ρομαντικού τύπου που δεν ξέρει να αγαπάει.
Θέλω να ζητήσω την μεγαλύτερη συγγνώμη που θα μπορούσα σε δύο ανθρώπους. Εκείνον κι Εκείνη, που δεν είμαι αυτό που θα έπρεπε και που ποτέ δεν πρόκειται να γίνω. Συγγνώμη…

Απόψε θέλω να μεθύσω λοιπόν και να τα κάνω ΟΛΑ αυτά. Και το πρωί να μετανιώνω ψάχνοντας τα άντερά μου σε κάποιο κρύο πάτωμα.
 Όμως το άλλο πρωί φαίνεται τόσο μακριά αυτή τη στιγμή…
Τέλος, θέλω ένα τελευταίο πράγμα.
Απόψε θέλω να κάνω παρέα με τους δαίμονές μου και έρωτα με τα φαντάσματα...




Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Ανατολή


Η ώρα είναι 5:25 το ξημέρωμα Παρασκευής, 24 Ιουνίου. Τη στιγμή που γράφω τις λέξεις αυτές βρίσκομαι καθισμένος στο μπαλκόνι μου στον πέμπτο όροφο, ενώ πίσω από την οθόνη του υπολογιστή είναι το σημείο απ’ όπου ο ήλιος ξεπροβάλλει δειλά και σταδιακά πίσω από τον Υμμητό. Ήξερα ήδη από ποιο ακριβώς σημείο ανατέλλει ο ήλιος μιας και έχω ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση. Και εσύ που διαβάζεις, πίστεψέ με φίλε μου, αυτή η θέση είναι αν όχι η καλύτερη, σίγουρα η πιο οπτικά όμορφη και γεμάτη συναισθήματα που έχω ζήσει ποτέ.
Αν δεν το ζήσεις και εσύ, βέβαια, δεν θα μπορέσεις να αντιληφθείς γιατί βρίσκω αυτή τη σκηνή τόσο όμορφη ώστε να με ωθεί να γράψω για αυτή. Τα συναισθήματα και οι σκέψεις όμως με πλημμυρίζουν και κάπως πρέπει να βγουν από μέσα μου. Η αλήθεια είναι πως βρίσκομαι σε απογοήτευση τις τελευταίες μέρες και δεν υπάρχει λόγος να κρυφτώ, σκόπευα αυτή να είναι ακόμα μία μίζερη νύχτα με κλάμα και λύπηση. Μία έξοδος όμως στο μπαλκόνι στις 5 η ώρα περίπου μου άλλαξε αυτόματα τη γνώμη. Αρχικά είδα το σκοτάδι της νύχτας να έχει αρχίσει να υποχωρεί. Ακολούθησα με το βλέμμα μου το ξεθώριασμά του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση μέχρι που έφτασα σε εκείνο το σημείο απ’ όπου ήξερα πως θα ερχόταν το φως της ημέρας. Ανάμεσα στην κορυφογραμμή του βουνού και το αχνό σκοτάδι βρισκόταν μια λάμψη πορτοκαλί και ροζ φωτός. Η λάμψη αυτή όσο περνά η ώρα κα εγώ γράφω επεκτείνεται, διώχνοντας ευγενικά τη νύχτα. Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμα αλλά αυτό είναι που κάνει την εικόνα ακόμα πιο όμορφη και γεννά μέσα μου την προσμονή. Δεν φοράω κάτι από πάνω, δεν ντρέπομαι τίποτε. Θέλω να νιώσω το αεράκι στο σώμα μου, να ενωθώ με την εικόνα που εξελίσσεται κάθε δευτερόλεπτο που περνά. Η πόλη έχει αρχίσει να ξυπνά, παντζούρια ανοίγουν και τα πουλιά έχουν αρχίσει εδώ και ώρα να κελαηδούν. Παρ’ όλα αυτά, νιώθω πως είμαι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που δεν κοιμάται. Ακόμα καλύτερα, νιώθω ο μόνος ζωντανός άνθρωπος αυτή τη στιγμή. Τίποτα δε βασανίζεται μέσα μου τώρα, κάθε άσχημο συναίσθημα, κάθε αρνητική σκέψη έχει καταλαγιάσει και έχει υποκλιθεί και αυτή στο αποκορύφωμα της ομορφιάς και της γαλήνης. Η ελπίδα ανοίγει τα μάτια της και μου ψιθυρίζει στο αυτί πως οτιδήποτε και να συμβεί στη ζωή δεν είναι τίποτα μπροστά στη ζωή την ίδια. Μπορεί να υπάρχουν χίλια δυο προβλήματα στον κόσμο, ο κόσμος όμως είναι πάρα πολύ όμορφος. Απλά πρέπει να ξέρεις πότε να τον κοιτάξεις, όχι στα δελτία των ειδήσεων. Καλώς ή κακώς ο κόσμος ξέρει να κρύβει το καλό του πρόσωπο πάρα πολύ καλά, εάν όμως καταφέρεις να το δεις όταν το φανερώνει, είναι μια εμπειρία που χαράσσεται στο μυαλό και την ψυχή σου και δεν το ξεχνάς ποτέ.
Η γοητεία της νύχτας είναι αληθινά τρομακτική. Για όσους  επιλέγουμε να τη ζούμε με το να κοιμόμαστε άκυρες ώρες, είναι δίκοπο μαχαίρι. Το αντάλλαγμα που πρέπει να πληρωθεί για να ζήσουμε την απόλυτη σιγή και μοναξιά είναι η αναπόφευκτη μελαγχολία που έρχεται μαζί. Μόλις όμως ο ήλιος αρχίσει να ανατέλλει, το φως μαζί με το σκοτάδι διώχνει και κάθε αρνητικό της νύχτας. Τότε, για τη μια περίπου ώρα που χρειάζεται μέχρι το φως να κυριαρχήσει τελείως, δεν υπάρχει τίποτα σκοτεινό. Για αυτή λοιπόν την ώρα, το χαμόγελο στα χείλη σου είναι αναπόφευκτο και ασυνείδητο. Απλά χαμογελάς. Γιατί είσαι χαρούμενος, ήρεμος και γαλήνιος. Γιατί βλέπεις κάτι που δεν βλέπεις κάθε μέρα και που όσες φορές και να το δεις, πάντα σου αφήνει όλο και μια πιο γλυκιά γεύση και σου δίνει τη δύναμη που χρειάζεσαι για να δεις τη ζωή σου από άλλη οπτική γωνία και να συνεχίσεις για μια ακόμη μέρα. Τι άλλο χρειάζεσαι;
Η ώρα τώρα είναι 6:05 το ξημέρωμα Παρασκευής, 24 Ιουνίου. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που ξεκίνησε να γράφει στις 5:25, νιώθω όμως τελείως διαφορετικός. Αλλά όπως είπα, αν δεν το ζήσεις κι εσύ δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβεις τι εννοώ.


Η Φωτιά


Έδιωξα τον άγγελό μου. Του είπα ψέματα πως πλέον δεν τον χρειάζομαι, δεν χρειάζομαι πια φύλακα. Τον έστειλα να τραγουδήσει τα τραγούδια του σε κάποιον καινούργιο. Τον έπεισα πως δεν υπάρχει θέση στο πλάι μου για αυτόν. Και τότε εκείνος έκλαψε αίμα και εγώ γέλασα. Γέλασα όσο δεν είχα γελάσει ποτέ στη ζωή μου και τον χλεύασα δίχως δισταγμό. Σκούπισε το αίμα από το πάλλευκο πρόσωπό του, με κοίταξε με μάτια θολωμένα από οίκτο και αφού μου γύρισε την πλάτη, τίναξε τα περήφανα φτερά του και αποκολλήθηκε από τη γη κατευθυνόμενος προς τον χρυσαφένιο ήλιο. Στο σημείο από όπου ξεκίνησε την άνοδό του έπεσαν απαλά δύο πούπουλα από τις μεγαλόπρεπες φτερούγες που κοσμούσαν τη ράχη του. Έσκυψα και τα μάζεψα, τα κράτησα σαν φυλαχτό. Κομμάτι της ψυχής μου…
Έσπασα τις κιθάρες μου. Σήκωσα με στοργή την πρώτη μου κιθάρα, την ταστιέρα της οποίας είχα ποτίσει με το αίμα των δακτύλων μου, όπως μία μάνα σηκώνει στην αγκαλιά το νεογέννητο παιδί της και χάιδεψα το ξύλο της. Κι εκείνο ανταπέδωσε το χάδι γεμίζοντάς με αναμνήσεις, απογοητεύσεις και επιτυχίες. Λύπη και χαρά. Θάνατο και Ζωή. Την φίλησα με νοσταλγία και δίχως να διστάσω στιγμή την έφερα με όλη μου τη δύναμη στη δεύτερη κιθάρα μου, το όνειρο της βιτρίνας επί δύο χρόνια. Στη σύγκρουση τα ξύλα έσπασαν, σκόνη σκόρπισε στον αέρα και σκλήθρες εκτοξεύτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Υπήρξε ήχος. Σάπιες μελωδίες, κατεστραμμένοι σκοποί, απροσδιόριστος θόρυβος και διαστρεβλωμένα κύκνεια άσματα των οργάνων. Οι κιθάρες έπεσαν με γδούπο στο πάτωμα αγκαλιασμένες στην παρακμή και το θάνατο σαν σχιζοφρενείς εραστές που αυτοκτόνησαν μαζί. Πήρα στα χέρια μου τα ξύλινα κουφάρια που ακόμα μύριζαν από τη ζωή που πριν λίγο τα διέτρεχε και ξήλωσα βίαια τις χορδές και από τα δύο όργανα. Τις μάζεψα σαν φυλαχτό. Κομμάτι της ψυχής μου...
Έσκισα τα χαρτιά μου. Κάθε μου κείμενο, κάθε ποίημα και κάθε στίχο. Και κάθε ζωγραφιά. Χαρτιά στα οποία είχα εναποθέσει τμήματα του εαυτού μου, κάθε χαρτί και ένα ξεχωριστό  κομμάτι. Ζούσα μέσα σε κάθε λέξη, κάθε γράμμα, κάθε τόνο, κάθε τελεία, κάθε γραμμή και κάθε λεκέ από τα δάκρυά μου. Ζούσα στο μελάνι, τον γραφίτη και το κάρβουνο που έντυναν τις άψυχες λευκές κόλλες και τους έδιναν ζωή. Τη δική μου ζωή. Μέσα από αυτά τα χαρτιά το «Εγώ» μου θα συνέχιζε ακόμα την ύπαρξή του ακόμα και όταν το σώμα μου θα σάπιζε μονάχο. Όχι όμως πια. Τώρα όλα θα χαθούν μαζί μου. Τα ξέσκισα πρώτα στα δύο, μετά στα τέσσερα και συνέχισα μέχρι να μην μπορώ να τα κομματιάσω περισσότερο. Κράτησα τα αμέτρητα λευκά κομματάκια του εαυτού μου στη χούφτα μου και τα μάζεψα σαν φυλαχτό. Κομμάτι της ψυχής μου...
Η Φωτιά. Πάντα την είχα στα χέρια μου και ποτέ δεν ήξερα πώς να τη χειριστώ. Προσπάθησα να το ελέγξω, αλήθεια, όμως η δύναμή της ήταν πάντοτε πιο δυνατή από τη δική μου. Έπαιξα ένα παιχνίδι εξ’ αρχής χαμένο με ψεύτικες ελπίδες να νικήσω, κάτι που φυσικά δεν έγινε ποτέ. Έκαψα τους Φίλους μου. Τους έκαψα έναν έναν  μόνο για να δω τη Φλόγα να γεννιέται και να ζει. Εκείνοι καίγονταν ενώ εγώ τους παρακολουθούσα ασυγκίνητος και γελούσα. Υπέφεραν, κι εγώ γελούσα. Κάποια στιγμή όμως η Φλόγα πέθανε κι εγώ έμεινα μόνος. Η Φωτιά με νίκησε.
Τα Κομμάτια της Ψυχής μου. Τα συγκέντρωσα όλα μαζί και τα άφησα στο πάτωμα. Δύο φτερά από τον Φύλακα Άγγελό μου, οι Χορδές από τις Κιθάρες μου και τα Γραπτά Κομμάτια του Εαυτού μου. Τα πότισα με οινόπνευμα και άναψα τον αναπτήρα. Για άλλη μια φορά θα έβλεπα τη Φωτιά να γεννιέται και να ζει. Έκαψα τους Φίλους μου και έμεινα μόνος. Τώρα, θα κάψω την Ψυχή μου. Το Εγώ μου. Και μόλις η Φλόγα πεθάνει, θα γίνω σκόνη. Θα γίνω μια ανάμνηση, ένα όνειρο ή εφιάλτης, μια ευλογία ή μια κατάρα. Θα λυτρωθώ…  Άναψα τη Φωτιά και της ξαναέδωσα Ζωή.
Κοίταξα τον καθρέφτη και ψέλλισα «Νομίζω πως πεθαίνω…»
Και το είδωλο απάντησε «Μα είσαι ήδη νεκρός…»




Παράφρων


Άνοιξε τα μάτια σου, μικρέ. Δεν είσαι πια μόνος, τώρα έχεις παρέα. Έχεις  εμένα πιστή συντροφιά. Είμαι η καλύτερή φίλη που είχες ποτέ και μηδενίζω ακόμα και την καλύτερή σου ερωμένη. Σου δίνομαι ολοκληρωτικά δίχως να ζητήσω ανταλλάγματα, μπαίνω μέσα σου και κατοικώ. Κουρνιάζω στις πιο σκοτεινές, αραχνιασμένες φωλιές του βασανισμένου σου μυαλού και κάθε τόσο ξυπνώ από τον λήθαργό μου. Τότε χύνομαι παντού μέσα σου και η ψυχούλα σου γονατίζει εμπρός μου ενώ περιμένει τη διαταγή μου. Μόλις ξυπνώ ρέω  μέσα στις φλέβες σου και η ύπαρξή μου καταλαμβάνει κάθε κύτταρο του κορμιού σου, είσαι αδύναμος αλλά και απρόθυμος να με αρνηθείς. Δεν μπορείς να με αρνηθείς.
Είμαι το είδωλο του καθρέφτη. Όσα δεν είσαι, δεν μπόρεσες ποτέ σου να γίνεις και δεν πρόκειται ποτέ να γίνεις. Γι’ αυτό με ζηλεύεις και με μισείς. Γι’ αυτό με αγαπάς. Και γι’ αυτό με χρειάζεσαι. Είμαι η κάθε ρανίδα δακρύων που κλαις τις νύχτες όταν ο Τρόμος σε καταλαμβάνει και μουδιάζει τη λογική σου. Είμαι το αίμα που αναβλύζει από τα χέρια σου και λεκιάζει με το βαθυκόκκινό του χρώμα το κάθε ίχνος της εναπομένουσας αγνότητας και αθωότητάς σου. Δεν είσαι αθώος πια και η αγνότητά σου έχει γίνει υπόδουλή μου. Κανένας εραστής μου δεν παραμένει αθώος. Όλοι στην αγκαλιά μου είστε ένοχοι.
Είμαι το τέρας που έβλεπες στην απειλητική σου ντουλάπα όταν δεν μπορούσες να κοιμηθείς. Το χέρι που περιμένει λαίμαργα να αρπάξει το πόδι σου μόλις τολμήσεις να το βγάλεις από την ασφάλεια του κρεβατιού.  Είμαι οι φρικαλέες εικόνες που μόνος εσύ βλέπεις και σε κρατούν μακριά από τη λογική σου. Ζω στο βλέμμα του κάθε ματιού που νιώθεις να σε καρφώνει ακόμα και όταν είσαι μόνος και στην κάθε κραυγή στην απόλυτη σιωπή που σου τρυπάει τα αυτιά και ακυρώνει την ψυχική σου ηρεμία. Είμαι οι ψευδαισθήσεις. Οι παραισθήσεις. Και οι αισθήσεις.
Έχω αλλάξει πολλά γυναικεία ονόματα. Ονομάζομαι Τρέλα, Παραφροσύνη, Αυτοκτονία, Δολοφονία, Σχιζοφρένεια, Ψυχασθένεια.
Εγώ, είμαι η Παράνοια. Κι εσύ, είσαι ο Παράφρων…
Τα τέρατα στις ντουλάπες υπάρχουν στα αλήθεια, απλώς δεν εμφανίζονται ποτέ όταν τα ψάχνεις…

Ο Τελευταίος Χορός


Το ξέφωτο ήταν λουσμένο από το ισχνό ασημένιο φως της Πανσελήνου. Τα σκοτεινά, θεόρατα Δέντρα είχαν γείρει τις φυλλωσιές και τους κορμούς τους προς τα έξω, σαν ένα πλήθος θεατών που παραμερίζουν για να ανοίξουν χώρο προκειμένου να υποδεχθούν στη σκηνή τον καλλιτέχνη περιμένοντας ανυπόμονα. Η Θάλασσα πιο πέρα είχε σταματήσει την αέναη κίνησή της και η σιγή της υποδήλωνε την προσπάθειά της να ακούσει το κάθε τι από όσα επρόκειτο να ξετυλιχθούν. Στην επιφάνεια των μαύρων νερών της δεν καθρεπτιζόταν τίποτα παρά μόνο η γεμάτη Σελήνη –τα Άστρα είχαν κρυφτεί από τον Ουρανό εκείνη τη Νύχτα αφού η Σελήνη ήθελε να είναι η μόνη που θα παρακολουθούσε το συμβάν. Τα Σύννεφα είχαν όλα διαλυθεί και ο Άνεμος δεν τολμούσε να κινηθεί ούτε να τραγουδήσει, αφού η σκηνή για αυτή η Νύχτα άνηκε σε άλλους.
Εκείνος φορούσε ένα μαύρο, επίσημο πουκάμισο με μια βαριά, μαύρη καμπαρντίνα από πάνω με αποτέλεσμα να θυμίζει κοράκι έτοιμο να πετάξει και να γίνει ένα με το σκοτάδι του Ουρανού. Οι μπότες του λαμπύριζαν αφού οι ασημένιες λεπτομέρειες αντανακλούσαν το φεγγαρόφωτο ενώ τα ίσια, γυαλιστερά, μαύρα του μαλλιά χύνονταν ελεύθερα στους ώμους του. Το παγερό γαλάζιο των ματιών του έκρυβε μέσα του μυστικά που καμία δύναμη αυτού του σύμπαντος δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει. Στα χέρια φορούσε λευκά γάντια και κρατούσε ένα μπουκέτο νεκρά, μαραζωμένα τριαντάφυλλα που έμοιαζαν να έχουν σαπίσει και να έχουν χάσει κάθε ίχνος της ζωής που κάποτε είχαν. Πίσω Του στέκονταν οι Περασμένοι. Οι ψυχές των ανθρώπων που είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής τους και πλέον αναπαύονταν ακολουθούσαν τώρα πίσω από Αυτόν, μέσα στα σώματα στα οποία κάποτε αγάπησαν, ερωτεύτηκαν, μίσησαν, πόνεσαν, έζησαν και πέθαναν. Ο καθένας κρατούσε στα χέρια του από ένα κατάμαυρο κοράκι. Όλοι τους κοιτούσαν Εκείνον και βρίσκονταν υπό τη θέλησή Του.  Ήταν πανέμορφος.
Εκείνη ήταν ντυμένη με ένα ελαφρύ, λευκό φόρεμα που έπεφτε ίσια προς τα κάτω αφού ο Αέρας δεν έπνεε ούτε στον ελάχιστο βαθμό. Ήταν ξυπόλητη ώστε τα γυμνά της πόδια πατούσαν το νωπό από την υγρασία γρασίδι το οποίο έμοιαζε να τα ντύνει σχολαστικά ώστε να μην παγώσουν. Τα πυρόξανθα μαλλιά της έφευγαν ανέμελα σε μπούκλες και κύματα μέχρι τη μέση της, χαϊδεύοντας απαλά τους γυμνούς της ώμους. Τα μάτια της είχαν χρώμα σμαραγδένιο πράσινο που θα ζήλευε και το πιο πλούσιο δάσος της Φύσης και ήταν καρφωμένα πάνω σε Εκείνον. Μαζί Της ήταν παρατεταγμένοι οι Ερχόμενοι. Οι ψυχές των ανθρώπων που ακόμα δεν είχαν  γεννηθεί, δεν είχαν δει το φως του πραγματικού ήλιου της ζωής, βρίσκονταν υλοποιημένες μέσα στα σώματα που επρόκειτο να έχουν μόλις θα υπάρξουν και περίμεναν να υπακούσουν στην εντολή Της. Στα χέρια κρατούσαν λευκά περιστέρια. Ήταν πανέμορφη.
Περπάτησαν και οι Δύο προς το κέντρο του ξέφωτου, το οποίο είχε γίνει η σκηνή στην οποία θα πραγματοποιούσαν το νούμερό τους. Βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής και τότε Εκείνος έτεινε τα χέρια του προς το μέρος της, προσφέροντάς της τα νεκρά τριαντάφυλλα. Εκείνη τα δέχτηκε και μόλις τα κράτησε στην αγκαλιά της βάφτηκαν αμέσως με το βαθυπόρφυρο χρώμα του αίματος που είχαν προτού μαραζώσουν στα χέρια Του. Τα άφησε να πέσουν απαλά και να σκορπίσουν στο έδαφος ανάμεσά τους ενώ κόλλησε επάνω στο κορμί Του. Εκείνος έπιασε το αριστερό της χέρι και κρατώντας το, το τέντωσε μαζί με το δικό του προς τα έξω ενώ τοποθέτησε το άλλο του χέρι στη μέση της, παροτρύνοντάς την να κάνει το ίδιο. Συντονίστηκαν στον ίδιο ρυθμό ακούγοντας μια μελωδία που μόνο οι Δύο μπορούσαν να αναγνωρίσουν και ξεκίνησαν να χορεύουν έναν ρομαντικό χορό που όμοιός του δεν είχε ξαναυπάρξει σε καμία διάσταση. Αμέσως μόλις ο χορός των Δύο ξεκίνησε, οι ακόλουθοί τους μπήκαν στη σκηνή. Οι Περασμένοι άφησαν ελεύθερα τα κοράκια την ίδια στιγμή που οι Ερχόμενοι απελευθέρωσαν τα περιστέρια. Τα πουλιά ξεκίνησαν τον δικό τους χορό πετώντας κυκλικά πάνω από το ξέφωτο, ενώ οι Περασμένοι και οι Ερχόμενοι χωρίστηκαν σε ζευγάρια και μιμήθηκαν τον χορό των Δύο.
Η ανάσα της μύριζε σαν νυχτολούλουδο, μύριζε ελπίδα. Η ανάσα Του ήταν σάπια και η μυρωδιά της θύμιζε κουφάρι σε συνδυασμό με θειάφι, κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το γοητευτικό του παρουσιαστικό. Κάθε φορά που κάποιο από τα τριαντάφυλλα κάτω από τα πόδια τους βρισκόταν κάτω από τις μπότες Του έχανε κατ’ευθείαν τη ζωή που του είχε δοθεί προηγουμένως, ενώ μόλις Εκείνη πατούσε πάνω του με τα γυμνά της πόδια ανακτούσε το χρώμα και τη ζωή του. Έτσι ενεργοποιήθηκε ένας ατέρμονος φαύλος κύκλος μεταξύ ζωής και θανάτου που ακολουθούσε τον ρυθμό του χορού Τους. Ο Ουρανός έκλαψε. Τα ασημένια του δάκρυα έλουσαν τους Χορευτές και έκαναν την Θάλασσα να χάσει την ακινησία της δημιουργώντας ανησυχία στο χώρο. Ο Άνεμος ανταποκρίθηκε και ξεκίνησε να φυσά φέρνοντας Σύννεφα στον Ουρανό φθείροντας την διαύγειά του και αναγκάζοντας τα Δέντρα να ξεκινήσουν και αυτά τον δικό τους χορό.
Ο χορός γινόταν όλο και πιο γρήγορος, μέχρι που σταδιακά έφτασε στο επίπεδο της έκστασης. Τα πουλιά από πάνω τους πετούσαν πλέον τόσο γρήγορα σε κύκλους ώστε μεταμορφώθηκαν σε ένα απροσδιορίστου σχήματος, κινούμενο, ασπρόμαυρο σύννεφο. Τα κορμιά των Δύο στροβιλίζονταν αγκαλιασμένα σε υπερφυσικές ταχύτητες μέχρι που πύρινες γλώσσες ξεπήδησαν από τα τριαντάφυλλα κάτω από τα πόδια Τους, οι οποίες εκτοξευόμενες προς κάθε κατεύθυνση έκαψαν το σύννεφο των πουλιών αφήνοντας ένα μεγάλο κύμα στάχτης να πέσει απαλά πάνω στους Δύο και τους ακόλουθούς τους. Έπειτα οι φλόγες επιτέθηκαν στους ακόλουθους, οι οποίοι αντί να καίγονται μετατρέπονταν ένας ένας σε σκόνη. Η φωτιά λύτρωνε και εξάγνιζε τους Περασμένους, ενώ οδηγούσε τους Ερχόμενους στη ζωή και την υλική ύπαρξη. Οι Δύο συνέχισαν τον χορό τους ακόμα και αφού οι φλόγες τους τύλιξαν ολοκληρωτικά και τους μετέτρεψαν σε μια στροβιλιζόμενη πύρινη μπάλα η οποία έκαιγε κάθε στοιχείο της Φύσης που παρακολουθούσε τη σκηνή. Στη στιγμή της κορύφωσης το φλεγόμενο ζευγάρι χάθηκε σε μία έκρηξη εκτυφλωτικού φωτός το οποίο έπνιξε κάθε στοιχείο της πλάσης. Προτού η Πανσέληνος παραδοθεί στο Φως, άφησε μία κραυγή που αντήχησε σε όλους τους Ουρανούς.
«Η Ζωή και ο Θάνατος χορέψανε εμπρός Μου…»

Change of Heart


Ξύπνησε απότομα σε κάποιο χώρο που είχε πλάσει το μυαλό της. Βρισκόταν βυθισμένη στο απόλυτο σκοτάδι και την εκκωφαντική σιγή, ενώ από μακριά το έρεβος έφθειρε ένα φως που υποδήλωνε μία έξοδο από το μέρος αυτό. Εκείνη χωρίς να χάσει χρόνο σηκώθηκε στα πόδια της και προσπάθησε να προσανατολιστεί και να κατευθυνθεί προς την έξοδο. Τότε ένιωσε κάτι απειλητικό να πλανάται στο χώρο γύρω της. Κανένας ήχος, καμία κίνηση, κανένα οπτικό ερέθισμα. Μόνο ένα έντονο συναίσθημα ελλοχεύοντος κινδύνου που την ωθούσε να βγει από το σκότος όσο πιο γρήγορα της επέτρεπε το σχεδόν μουδιασμένο της κορμί . Ξεκίνησε να περπατά προς το φως χωρίς να έχει καμία συναίσθηση του τι υπάρχει γύρω της.
 Όπως ακριβώς ζούσε και τη ζωή της. Πάντα κοιτούσε αυτό που προσδοκούσε να κερδίσει είτε αυτό ήταν αληθινό είτε ένα ψέμα που την είχε ταΐσει η κοινωνία και ο περίγυρός της, δίχως να δίνει την παραμικρή σημασία σε οτιδήποτε συνέβαινε και υπήρχε γύρω της, από ανθρώπους που ζούσαν παράλληλα με εκείνη μέχρι και ευκαιρίες για την ίδια που οι παρωπίδες της δεν την άφησαν να αδράξει. Όπως θα έλεγε ο Καβάφης, ζούσε για την Ιθάκη αγνοώντας το ταξίδι.
Καθώς περπατούσε, το συναίσθημα απειλής που είχε νιώσει πρωτύτερα όλο και διείσδυε μέσα της. Κάτι την πλησίαζε και εκείνη το ήξερε χωρίς να χρειαζόταν να το δει ή να το ακούσει. Το περπάτημά της μετατράπηκε σταδιακά σε τρέξιμο και ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο αγγελικό της πρόσωπο το οποίο είχε κυριευτεί από αγνό τρόμο. Ένιωθε ότι πρωταγωνιστούσε σε κάποια χαμηλού budget ταινία τρόμου, η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ χειρότερη. Ξαφνικά αισθάνθηκε μια υπερβολικά θερμή ανάσα να χαϊδεύει το πίσω μέρος του λαιμού της ενώ εκείνη έτρεχε και πανικοβλήθηκε. Χάνοντας τον έλεγχο του κορμιού της έπεσε στα γόνατα και προτού να προλάβει να ανακτήσει την ψυχραιμία και να συνεχίσει την πορεία της προς το φως είδε μπροστά της στο αχνό φως που έλουζε το χώρο, αφού είχε φτάσει πολύ κοντά στην έξοδο, μια μορφή. Μία γυναίκα στεκόταν ανάμεσα σε εκείνη και την πολυπόθητη έξοδο και ήταν πλέον φανερό πως δεν θα την άφηνε να βγει. Και πιθανότατα ούτε να ζήσει. Την πλησίασε με αργά βήματα και γονάτισε μπροστά της ώστε να βρεθούν στο ίδιο επίπεδο. Της σήκωσε το κεφάλι σπρώχνοντας με το δάχτυλο το πηγούνι της προς τα πάνω και την κοίταξε στα μάτια. Αν και το πρόσωπό της δε φαινόταν, εκείνη ένιωθε πως το «πλάσμα» που βρισκόταν μπροστά της και την κοιτούσε κατάματα όχι μόνο δεν την απειλούσε αλλά την συμπονούσε. Ένιωθε τη γυναίκα αυτή να της δίνει στοργή και αγάπη. Και τότε η γυναίκα την φίλησε απαλά στα χείλη και προτού εκείνη προλάβει να αντιδράσει με οποιονδήποτε τρόπο, η γυναίκα σηκώθηκε όρθια και έκλεισε τις παλάμες της γύρω από το λαιμό της γονατισμένης κοπέλας. Η λαβή γινόταν όλο και πιο σφιχτή και το συναίσθημα που πριν ήταν στοργή είχε πια αντικατασταθεί από αγνό μίσος και απέχθεια. Η ανάσα της κοπέλας αντηχούσε κοφτή και γρήγορη στο χώρο σαν να βρισκόταν σε κάποιο διεστραμμένο οργασμό. Γνωρίζοντας πλέον πως θα πεθάνει, προσπάθησε να θυμηθεί τη ζωή της και όσα θα άφηνε πίσω.
Όμως δε βρήκε τίποτα. Γιατί δεν είχε τίποτα στ’ αλήθεια δικό της. Η ζωή της καθοριζόταν πάντα από τα «πρέπει» και ποτέ δεν δόθηκε ουδεμία σημασία στα «θέλω». Τα άτομα γύρω της δεν σήμαιναν τίποτα για εκείνη και έτσι τη είχαν όλα αφήσει μόνη. Η τελειομανία και η προσήλωση της στο να ζει βάσει σχεδίου την είχαν μετατρέψει σε ένα ον άβουλο που δεν είχε τίποτα να περιμένει από τη ζωή του και ως αποτέλεσμα όχι μόνο αρνούταν ή αδυνατούσε να τη ζήσει αλλά την χαράμιζε η ίδια μέρα με τη μέρα. Το χαμόγελό της είχε σβηστεί εδώ και χρόνια. Πέθαινε, και δεν θα άφηνε τίποτα πίσω της. Πέθαινε, και κανείς δε θα νοιαζόταν.
Μόλις τα συνειδητοποίησε αυτά και έκανε έναν υπερβολικά γρήγορο απολογισμό της ζωής της, τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της και να κατεβαίνουν στα μάγουλά της, πνίγοντάς την ακόμα περισσότερο. Θα πέθαινε χωρίς αντίσταση γιατί της άξιζε να πεθάνει. Όποια και αν ήταν εκείνη που τη σκότωνε, θα ήταν σίγουρα καλύτερη από εκείνη και θα της άξιζε περισσότερο η ζωή ακόμα και με ένα φόνο στα χέρια και τη συνείδησή της. Αφέθηκε στην ακούραστη λαβή στο λαιμό της και παραιτήθηκε. Δευτερόλεπτα προτού εκείνη  χάσει τις αισθήσεις της, η γυναίκα μάζεψε τα χέρια της  από το λαιμό της άλλης και τη άφησε να πέσει στο υγρό πάτωμα. Της γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς την έξοδο και έτσι το φως την έλουσε και φανέρωσε τη μορφή της. Προτού βγει από το χώρο γύρισε και κοίταξε την κοπέλα που πέθαινε και της χαμογέλασε. Και τότε εκείνη είδε. Είδε ένα πρόσωπο που αντίκριζε κάθε μέρα στη ζωή της, που άλλες φορές το αγαπούσε και άλλες το μισούσε. Είδε το πρόσωπο που έβλεπε στον καθρέφτη και το περιποιούταν. Είδε το δικό της πρόσωπο να την κοιτάζει να ξεψυχά και να της χαμογελά. Πρώτη φορά έβλεπε τον εαυτό της ανεξάρτητο από το μυαλό της. Πρώτη φορά έβλεπε τον εαυτό της ελεύθερο από τα δεσμά που η ίδια του έθετε και τον φυλάκιζε σε φυλακές από το πιο σκληρό υλικό. Πρώτη φορά έβλεπε τον εαυτό της να ζει, ενώ εκείνη πεθαίνει. Η γυναίκα βγήκε στο φως και εκείνη έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε.
Και έτσι πέθανε…
Η κοπέλα που ξύπνησε το πρωί ήταν μια άλλη κοπέλα από εκείνη που ήταν μόλις έπεσε για ύπνο την προηγούμενη νύχτα. Είχε μόλις ονειρευτεί τον εαυτό της να δολοφονεί με τα ίδια του τα χέρια τον εαυτό της. Η ζωή της ποτέ δε θα ήταν η ίδια. Στην πραγματικότητα, η ζωή της μόλις ξεκινούσε. Εκείνη είχε αναγεννηθεί και τα πρέπει, τα δεσμά, οι περιορισμοί και οι φυλακές που κυριαρχούσαν στη ζωή της είχαν πεθάνει μαζί με την κοπέλα στο όνειρο. Η παλιά της ζωή κειτόταν νεκρή σε ένα σκοτεινό χώρο μπροστά από το φως της νέας της ζωής, πλάι στο πτώμα του παλιού της εαυτού.
Και έτσι έζησε…


Je t’aime, Mélancolie


Πρίν κάποια χρόνια άκουσα έναν στίχο από αυτούς που σου καρφώνονται βαθιά στο μυαλό και σε στοιχειώνουν για πραγματικά πολύ καιρό. “Misery likes company…” τραγούδησε χαμηλόφωνα ο Jon στο κομμάτι “My Guitar Lies Bleeding In My Arms” και οι λέξεις αυτές μου ακούστηκαν τόσο γοητευτικές και, με κάποιον ειλικρινά παράξενο τρόπο, τόσο οικείες.  Χωρίς να το σκέφτομαι τακτικά και  εκούσια, το νόημα αυτής της φράσης ερχόταν αρκετές φορές στη σκέψη μου, μέχρι που μετά από καιρό συνειδητοποίησα πως όχι μόνο καταλάβαινα ακριβώς τι εννοούσε ο στίχος αλλά το είχα ήδη ζήσει ουκ ολίγες φορές, το ζούσα εκέινη τη στιγμή και θα το ζούσα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου.
O άνθρωπος ζει με μια λανθασμένη εντύπωση σχετικά με την ευτυχία. Για κάποιο λόγο που αδυνατώ να αντιληφθώ, τουλάχιστον εγώ προσωπικά, φαίνεται πως απαιτούμε τόσο από τον εαυτό μας όσο και από τα άτομα του στενού κοινωνικού μας περιβάλλοντος να είναι διαρκώς και αδιάκοπα χαρούμενα. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν αυτή η ευτυχία είναι πραγματική ή πλασματική, αν έχει βάθος και πραγματική αιτία, το μόνο που μετράει είναι να υπάρχει διαρκώς ένα μηχανικό, βεβιασμένο χαμόγελο σε όλα τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου και αυτόυ στον καθρέφτη. Υπάρχει όμως  κι ένα συναίσθημα που άλλοι ονομάζουν μελαγχολία, άλλοι μιζέρια, άλλοι σαν εμένα με τάσεις αυτοσαρκασμού, σκατοψυχία. Το συναίσθημα αυτό δεν είναι απόλυτο, δεν είναι δηλαδή το αντίθετο της ευτυχίας και δεν είναι η δυστυχία ούτε η κατάθλιψη. Είναι όμως μία κατάσταση κατά την οποία αποφασίζεις να μη φορέσεις τη χαμογελαστή σου μάσκα και να μην παίξεις το ρόλο που έχεις βαρεθεί να παίζεις σε αυτό το έργο που δέχεται μόνο το ψέμα. Είναι η στιγμή που λες αυτό το «άντε και γαμήσου» σε όλους όσους απαιτούν να δουν τη χαζοχαρούμενή σου διάθεση και το πλαστό σου χαμόγελο (για άλλη μια φορά συμπεριλαμβανομένου και του καθρέφτη) και κλείνεσαι στις δικές σου προσωπικές σκέψεις, στον δικό σου κόσμο όπου όχι, δεν έιναι όλα ρόδινα και δεν επικρατεί το ροζ χρωματάκι και οι καρδούλες. Από πότε αυτό θεωρείται κάτι το εγκληματικό; Κάθε φορά που πιάνεις τον εαυτό σου να βρίσκεται στην κατάσταση αυτή απογοητεύεσαι, ψάχνεις μανιασμένα μια εξήγηση σχετικά με το γιατί το ηλίθιο χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό σου και καταλήγεις ,αφού εξοργιστείς με τον εαυτό σου που του επέτρεψες να γίνει αληθινός , να του επιβάλλεις με χρήση πραγματικής ψυχολογικής βίας  να επιστρέψει στη λήθη και τη νωθρή του κατάσταση. Το χαμόγελο επιστρέφει και συνεχίζει το έργο του, την κάλυψη της τραυματισμένης ψυχολογίας και  ουσιαστικής σκέψης με το κουστούμι της τέλεια ισορροπημένης και δίχως αρνητικά συναισθήματα ψυχής.
Το συναίσθημα αυτό που προξενεί ο στίχος μπορείς να το αντιληφθείς όταν δεν έχεις κανένα λόγο να προσποιηθείς. Όταν κανείς γύρω σου δεν περίμενει από εσένα να είσαι χαμογελαστός και να κάνεις τον καραγκιόζη με κάθε πιθανό τρόπο, και έτσι ούτε κι εσύ σου επιβάλλεις να είσαι χαρούμενος. Είναι αυτές οι νύχτες που βρίσκεσαι μόνος είτε μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, είτε υπό το φως του κεριού που τρεμοπαίζει με κάθε σου ανάσα. Τότε που κανένα βλέμμα δεν είναι στραμμένο πάνω σου και είσαι ελεύθερος να χάσεις τον εαυτό σου στις σκέψεις και τα συναισθήματα που σε κατακλύζουν κάθε δευτερόλεπτο της μέρας, κι όμως εσύ έχεις βρει τον τρόπο να τα καταπιέζεις. Βυθίζεσαι ανάμεσα στις ζεστές νότες του πιάνου και μιας μελαγχολικής φωνής που βγαίνει από το ηχείο και χαιδεύουν απαλά την ψυχή σου, φέρνοντάς σε όλο και πιο κοντά στον πραγματικό σου κόσμο του οποίου οι πόρτες είναι ανοιχτές μόνο για εσένα. Είναι τα τσιγάρα αυτά που φέρνεις στο στόμα σου και πνίγεις την ανάσα σου στον καπνό μαζί με το μπουκάλι που αδειάζει αργά και σταθερά όσο η νύχτα προχωρά, στο οποίο κάνεις τις πιο ανίερες εξομολογήσεις σου αφού αυτό δεν πρόκειται ούτε να σε κρίνει ούτε να σου ζητήσει να συνέλθεις και να σταματήσεις να χάνεσαι. Βέβαια αυτές δεν είναι παρά μηχανικές κινήσεις που αναπαράγεις αφού τις έχεις παρακολουθήσει σε κάποια ταινία που με αυτόν τον τρόπο απεικονίζει την μελαγχολία. Προσπαθείς να ονειρευτείς αλλά το μόνο που είσαι σε θέση να κάνεις είναι να θυμηθείς. Κάθε ανάμνηση παίρνει ζωή μπροστά στα μάτια σου, ξαπλώνει μαζί σου στο κρεβάτι και είτε σε καλεί σε καταραμένες ερωτικές και συναισθηματικές απολαύσεις είτε σκουπίζει τα δάκρυά σου με στοργή και γίνεται η μόνη σου φίλη για εκείνη τη στιγμή. Οι μνήμες προβάλλονται στο μυαλό σου ασπρόμαυρες με αργή ορχηστρική μουσική σαν γαλλική ταινία του ’70 κι εσύ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να την παρακολουθήσεις. Αφού λοιπόν έχεις μουδιάσει τόσο που είσαι πια ανήμπορος να αντιδράσεις με οποιονδήποτε τρόπο, παραδώσου. Αφέσου στο συναίσθημα αυτό, ζήσε τη μελαγχολία σου με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο στο πρόσωπο και ανακάλυψε τι γεύση έχουν τα δάκρυά σου. Γίνε για λίγο ο εαυτός σου και εξερεύνησε λίγο περισσότερο κάθε φορά τον κόσμο της ψυχής και του μυαλού σου. Κάνε παρέα στη μελαγχολία σου, η μελαγχολία χρείαζεται την παρέα σου για να υπάρξει. Μόνο όσο αυτή υπάρχει είσαι ακόμα πραγματικά ζωντανός. Δεν είναι κακό. Δεν πεθαίνεις. Δεν χάνεις την ελπίδα σου. Θα ξαναονειρευτείς. Θα ξαναελπίσεις. Θα ξαναγελάσεις. Απλά όχι για την υπόλοιπη μισή ώρα…
Misery likes company… I like the way that sounds