Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Ο Τελευταίος Χορός


Το ξέφωτο ήταν λουσμένο από το ισχνό ασημένιο φως της Πανσελήνου. Τα σκοτεινά, θεόρατα Δέντρα είχαν γείρει τις φυλλωσιές και τους κορμούς τους προς τα έξω, σαν ένα πλήθος θεατών που παραμερίζουν για να ανοίξουν χώρο προκειμένου να υποδεχθούν στη σκηνή τον καλλιτέχνη περιμένοντας ανυπόμονα. Η Θάλασσα πιο πέρα είχε σταματήσει την αέναη κίνησή της και η σιγή της υποδήλωνε την προσπάθειά της να ακούσει το κάθε τι από όσα επρόκειτο να ξετυλιχθούν. Στην επιφάνεια των μαύρων νερών της δεν καθρεπτιζόταν τίποτα παρά μόνο η γεμάτη Σελήνη –τα Άστρα είχαν κρυφτεί από τον Ουρανό εκείνη τη Νύχτα αφού η Σελήνη ήθελε να είναι η μόνη που θα παρακολουθούσε το συμβάν. Τα Σύννεφα είχαν όλα διαλυθεί και ο Άνεμος δεν τολμούσε να κινηθεί ούτε να τραγουδήσει, αφού η σκηνή για αυτή η Νύχτα άνηκε σε άλλους.
Εκείνος φορούσε ένα μαύρο, επίσημο πουκάμισο με μια βαριά, μαύρη καμπαρντίνα από πάνω με αποτέλεσμα να θυμίζει κοράκι έτοιμο να πετάξει και να γίνει ένα με το σκοτάδι του Ουρανού. Οι μπότες του λαμπύριζαν αφού οι ασημένιες λεπτομέρειες αντανακλούσαν το φεγγαρόφωτο ενώ τα ίσια, γυαλιστερά, μαύρα του μαλλιά χύνονταν ελεύθερα στους ώμους του. Το παγερό γαλάζιο των ματιών του έκρυβε μέσα του μυστικά που καμία δύναμη αυτού του σύμπαντος δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει. Στα χέρια φορούσε λευκά γάντια και κρατούσε ένα μπουκέτο νεκρά, μαραζωμένα τριαντάφυλλα που έμοιαζαν να έχουν σαπίσει και να έχουν χάσει κάθε ίχνος της ζωής που κάποτε είχαν. Πίσω Του στέκονταν οι Περασμένοι. Οι ψυχές των ανθρώπων που είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής τους και πλέον αναπαύονταν ακολουθούσαν τώρα πίσω από Αυτόν, μέσα στα σώματα στα οποία κάποτε αγάπησαν, ερωτεύτηκαν, μίσησαν, πόνεσαν, έζησαν και πέθαναν. Ο καθένας κρατούσε στα χέρια του από ένα κατάμαυρο κοράκι. Όλοι τους κοιτούσαν Εκείνον και βρίσκονταν υπό τη θέλησή Του.  Ήταν πανέμορφος.
Εκείνη ήταν ντυμένη με ένα ελαφρύ, λευκό φόρεμα που έπεφτε ίσια προς τα κάτω αφού ο Αέρας δεν έπνεε ούτε στον ελάχιστο βαθμό. Ήταν ξυπόλητη ώστε τα γυμνά της πόδια πατούσαν το νωπό από την υγρασία γρασίδι το οποίο έμοιαζε να τα ντύνει σχολαστικά ώστε να μην παγώσουν. Τα πυρόξανθα μαλλιά της έφευγαν ανέμελα σε μπούκλες και κύματα μέχρι τη μέση της, χαϊδεύοντας απαλά τους γυμνούς της ώμους. Τα μάτια της είχαν χρώμα σμαραγδένιο πράσινο που θα ζήλευε και το πιο πλούσιο δάσος της Φύσης και ήταν καρφωμένα πάνω σε Εκείνον. Μαζί Της ήταν παρατεταγμένοι οι Ερχόμενοι. Οι ψυχές των ανθρώπων που ακόμα δεν είχαν  γεννηθεί, δεν είχαν δει το φως του πραγματικού ήλιου της ζωής, βρίσκονταν υλοποιημένες μέσα στα σώματα που επρόκειτο να έχουν μόλις θα υπάρξουν και περίμεναν να υπακούσουν στην εντολή Της. Στα χέρια κρατούσαν λευκά περιστέρια. Ήταν πανέμορφη.
Περπάτησαν και οι Δύο προς το κέντρο του ξέφωτου, το οποίο είχε γίνει η σκηνή στην οποία θα πραγματοποιούσαν το νούμερό τους. Βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής και τότε Εκείνος έτεινε τα χέρια του προς το μέρος της, προσφέροντάς της τα νεκρά τριαντάφυλλα. Εκείνη τα δέχτηκε και μόλις τα κράτησε στην αγκαλιά της βάφτηκαν αμέσως με το βαθυπόρφυρο χρώμα του αίματος που είχαν προτού μαραζώσουν στα χέρια Του. Τα άφησε να πέσουν απαλά και να σκορπίσουν στο έδαφος ανάμεσά τους ενώ κόλλησε επάνω στο κορμί Του. Εκείνος έπιασε το αριστερό της χέρι και κρατώντας το, το τέντωσε μαζί με το δικό του προς τα έξω ενώ τοποθέτησε το άλλο του χέρι στη μέση της, παροτρύνοντάς την να κάνει το ίδιο. Συντονίστηκαν στον ίδιο ρυθμό ακούγοντας μια μελωδία που μόνο οι Δύο μπορούσαν να αναγνωρίσουν και ξεκίνησαν να χορεύουν έναν ρομαντικό χορό που όμοιός του δεν είχε ξαναυπάρξει σε καμία διάσταση. Αμέσως μόλις ο χορός των Δύο ξεκίνησε, οι ακόλουθοί τους μπήκαν στη σκηνή. Οι Περασμένοι άφησαν ελεύθερα τα κοράκια την ίδια στιγμή που οι Ερχόμενοι απελευθέρωσαν τα περιστέρια. Τα πουλιά ξεκίνησαν τον δικό τους χορό πετώντας κυκλικά πάνω από το ξέφωτο, ενώ οι Περασμένοι και οι Ερχόμενοι χωρίστηκαν σε ζευγάρια και μιμήθηκαν τον χορό των Δύο.
Η ανάσα της μύριζε σαν νυχτολούλουδο, μύριζε ελπίδα. Η ανάσα Του ήταν σάπια και η μυρωδιά της θύμιζε κουφάρι σε συνδυασμό με θειάφι, κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το γοητευτικό του παρουσιαστικό. Κάθε φορά που κάποιο από τα τριαντάφυλλα κάτω από τα πόδια τους βρισκόταν κάτω από τις μπότες Του έχανε κατ’ευθείαν τη ζωή που του είχε δοθεί προηγουμένως, ενώ μόλις Εκείνη πατούσε πάνω του με τα γυμνά της πόδια ανακτούσε το χρώμα και τη ζωή του. Έτσι ενεργοποιήθηκε ένας ατέρμονος φαύλος κύκλος μεταξύ ζωής και θανάτου που ακολουθούσε τον ρυθμό του χορού Τους. Ο Ουρανός έκλαψε. Τα ασημένια του δάκρυα έλουσαν τους Χορευτές και έκαναν την Θάλασσα να χάσει την ακινησία της δημιουργώντας ανησυχία στο χώρο. Ο Άνεμος ανταποκρίθηκε και ξεκίνησε να φυσά φέρνοντας Σύννεφα στον Ουρανό φθείροντας την διαύγειά του και αναγκάζοντας τα Δέντρα να ξεκινήσουν και αυτά τον δικό τους χορό.
Ο χορός γινόταν όλο και πιο γρήγορος, μέχρι που σταδιακά έφτασε στο επίπεδο της έκστασης. Τα πουλιά από πάνω τους πετούσαν πλέον τόσο γρήγορα σε κύκλους ώστε μεταμορφώθηκαν σε ένα απροσδιορίστου σχήματος, κινούμενο, ασπρόμαυρο σύννεφο. Τα κορμιά των Δύο στροβιλίζονταν αγκαλιασμένα σε υπερφυσικές ταχύτητες μέχρι που πύρινες γλώσσες ξεπήδησαν από τα τριαντάφυλλα κάτω από τα πόδια Τους, οι οποίες εκτοξευόμενες προς κάθε κατεύθυνση έκαψαν το σύννεφο των πουλιών αφήνοντας ένα μεγάλο κύμα στάχτης να πέσει απαλά πάνω στους Δύο και τους ακόλουθούς τους. Έπειτα οι φλόγες επιτέθηκαν στους ακόλουθους, οι οποίοι αντί να καίγονται μετατρέπονταν ένας ένας σε σκόνη. Η φωτιά λύτρωνε και εξάγνιζε τους Περασμένους, ενώ οδηγούσε τους Ερχόμενους στη ζωή και την υλική ύπαρξη. Οι Δύο συνέχισαν τον χορό τους ακόμα και αφού οι φλόγες τους τύλιξαν ολοκληρωτικά και τους μετέτρεψαν σε μια στροβιλιζόμενη πύρινη μπάλα η οποία έκαιγε κάθε στοιχείο της Φύσης που παρακολουθούσε τη σκηνή. Στη στιγμή της κορύφωσης το φλεγόμενο ζευγάρι χάθηκε σε μία έκρηξη εκτυφλωτικού φωτός το οποίο έπνιξε κάθε στοιχείο της πλάσης. Προτού η Πανσέληνος παραδοθεί στο Φως, άφησε μία κραυγή που αντήχησε σε όλους τους Ουρανούς.
«Η Ζωή και ο Θάνατος χορέψανε εμπρός Μου…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου